ἄπειροι

ἄπειροι
ἄπειρος 1
without trial
masc/fem nom/voc pl
ἄπειρος 2
boundless
masc/fem nom/voc pl
ἄ̱πειροι , ἤπειρος
terra firma
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • неизкоусьныи — (41) пр. 1. Не прошедший испытание, проверку: ïспытаѥте. со мнѡгою ïстиною виноваты˫а... мужь бѡ ре(ч). неiскусенъ. неключимъ къ бу҃. МПр XIV, 21; лѣпо бо преже искусити чл҃вка... му(ж) бо неискусе(н) ни единому слову достоинъ. (ἀπείραστоς) ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неоумѣтель — НЕОУМѢТЕЛ|Ь (8*), Ѧ с. Тот, кто несведущ, невежествен, неопытен: аще лi ѥтери неѹмѣтели противѹ гл҃ть (ἀμαϑῶς) ГА XIII–XIV, 37в; ѹбо аще не забыли быша много зѣло нѣции ѿ неѹмѣтель мирьскихъ (τῶν ἀφελεστέρων) Там же, 151а; ѿиде съ многымь срамомь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неоумѣющии — (1*) пр. Неопытный: да не то же постражю. иже и неѹмѣющии борци. (ἄπειροι) ГБ XIV, 145г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANNULI — originis incertae; fabulae illorum vetustatem a rupe Caucatea repetunt et Promethei vincula eo detorquent. Troianis certe temporibus usum Annuli fuisse ignoratum, Plinius affirmat, hâc ratione ductus, quod Homerus eorum nullam fecerit mentionem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GEMMA — Aeolice quicquid ad ornarum induitur, ab εἷμα, Aeol. ἕμμα, et addito digamma γἐμμα. Unde Latini videri queant fecisse vocem gemma de lapillo pretioso ac pellucido, qui auribus collo et digitis induitur ad ornatum. At maior ceteris, qui ad ornatum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …   Dictionary of Greek

  • αόρατος — η, ο (AM ἀόρατος, ον) ο μη ορατός, αυτός που δεν γίνεται αισθητός με την όραση αρχ. 1. απρόβλεπτος, ασαφής («τὸ μέλλον ἀόρατον», Ισοκράτης) 2. όποιος δεν έχει δει κάποιο πράγμα («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», Πολύβιος) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • δειλιώ — (AM δειλιῶ, άω) [δειλία] κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις») μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”